Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ξωτάρηδες

  1. ξωτάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. ξωτάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. ξωτάρης, στην κλητική του πληθυντικού