ξυνομυζήθρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυνομυζήθρα θηλυκό
- παρωχημένη γραφή του ξινομυζήθρα
- ※ Εκάλεσε τον γέροντα στο κελί του , τον εφίλεψε απ ' την ξυνομυζήθρα του Σιλίγδα και τη ρακή του Ξούρα (Νίκος Παναγιωτόπουλος, Αγιογραφία, Πόλις, 2003, σελ. 242)
- ※ Η κριθαροκουλούρα με ντομάτα και ξυνομυζήθρα είναι μια πρόταση για ένα πιάτο ελαφρύ για κάποιον που δεν θέλει να φάει πολύ το μεσημέρι (Κρητικός ντάκος με ντομάτα και ξυνομυζήθρα…, athina984.gr, 22/07/19 [1])