ξεχείριασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεχείριασμα < ξεχειριάζω + -μα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kseˈxiɾ.ʝa.zma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεχείριασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξεχειριάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξεχείριασμα
|