↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξενύχτης οι ξενύχτες
ξενύχτηδες
      γενική του ξενύχτη των
ξενύχτηδων
    αιτιατική τον ξενύχτη τους ξενύχτες
ξενύχτηδες
     κλητική ξενύχτη ξενύχτες
ξενύχτηδες
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενύχτης < ξενύχτι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξενύχτης αρσενικό (θηλυκό ξενύχτισσα)

  1. αυτός που έτυχε να μείνει ξάγρυπνος
    'Ασε, με το ζόρι ήρθα σήμερα στη δουλειά, έκλαιγε όλη νύχτα ο μωρό και είμαι ξενύχτης
  2. το άτομο που του αρέσει η ζωή τη νύχτας, που ξενυχτά συστηματικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία