ξενύχτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξενύχτι | τα | ξενύχτια |
γενική | του | ξενυχτιού | των | ξενυχτιών |
αιτιατική | το | ξενύχτι | τα | ξενύχτια |
κλητική | ξενύχτι | ξενύχτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξενύχτι < ξενυχτώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξενύχτι ουδέτερο
- η απουσία του ύπνου στη διάρκεια της νύχτας
- η δραστηριότητα στη διάρκεια της νύχτας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξενύχτι