Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξενύχτισσα οι ξενύχτισσες
      γενική της ξενύχτισσας
    αιτιατική την ξενύχτισσα τις ξενύχτισσες
     κλητική ξενύχτισσα ξενύχτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενύχτισσα < ξενύχτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενύχτισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξενύχτης