ξενοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενοκρατία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξενοκρατία θηλυκό
- η επέμβαση και η κυριαρχία συμφερόντων τρίτων κρατών στις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις μιας χώρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξενοκρατία
|