↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξεγοφιάρης οι ξεγοφιάρηδες
      γενική του ξεγοφιάρη των ξεγοφιάρηδων
    αιτιατική τον ξεγοφιάρη τους ξεγοφιάρηδες
     κλητική ξεγοφιάρη ξεγοφιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεγοφιάρης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξεγοφιάρης αρσενικό και ξεγγοφιάρης

  1. αυτός που του έχουν βγει ο/οι γοφοί, → δείτε τη λέξη ξεγοφιασμένος
  2. (μεταφορικά) αυτός που αισθάνεται τόσο εξαντλημένος από την κούραση σαν να του έχουν εξαρθρωθεί τα μέλη του
    (παροιμία) το πρωί ήσουν καβαλάρης και το βράδυ ξεγοφιάρης

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία