ξεγοφιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεγοφιάρης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεγοφιάρης αρσενικό και ξεγγοφιάρης
- αυτός που του έχουν βγει ο/οι γοφοί, → δείτε τη λέξη ξεγοφιασμένος
- (μεταφορικά) αυτός που αισθάνεται τόσο εξαντλημένος από την κούραση σαν να του έχουν εξαρθρωθεί τα μέλη του
- (παροιμία) το πρωί ήσουν καβαλάρης και το βράδυ ξεγοφιάρης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξεγοφιάρης
|