Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξα-, ξη- και ξω- και ξο- και ξυ- < από λέξεις που άρχιζαν ή και αρχίζουν από εξα-, εξη-, εξω, εξ ή από φωνήεν που όμως πήρε το πρόθημα ξε

Αρκτική συλλαβή επεξεργασία

ξα- και ξη- και ξω- και ξο- και ξυ-

  1. αρκτική συλλαβή σε λέξεις που άρχιζαν από εκ ή εξ και έχασαν το έψιλον
    ξάρτια (ἐξάρτιον)
    ξάδερφος (εξάδελφος < ἐξάδελφος)
    ξανοίγομαι (ἐξανοίγω)
    ξαπλώνω (εξαπλώνω < ἐξαπλώνω)
    ξηγημένος (εξηγημένος < ἐξηγημένος)
    ξηνταβελόνης (εξηνταβελόνης)
    ξακόσια (εξακόσια)
    ξωτικό (ἐξωτικό)
    ξοδεύω (ἐξοδεύω)
    ξύπνιος (έξυπνος)
  2. από το έξω και λέξη που αρχίζει από σύμφωνο
    ξωμάχος (έξω και μάχη)
    ξώφτερνο (έξω και φτέρνα)
  3. από το ξε και λέξη που αρχίζει από φωνήεν
    ξαποσταίνω (ξε και αποσταίνω)
    ξασπρίζω (ξε και ασπρίζω)

Δείτε επίσης επεξεργασία