ξα-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαξα-, ξη- και ξω- και ξο- και ξυ- < από λέξεις που άρχιζαν ή και αρχίζουν από εξα-, εξη-, εξω, εξ ή από φωνήεν που όμως πήρε το πρόθημα ξε
Αρκτική συλλαβή
επεξεργασίαξα- και ξη- και ξω- και ξο- και ξυ-
- αρκτική συλλαβή σε λέξεις που άρχιζαν από εκ ή εξ και έχασαν το έψιλον
- ξάρτια (ἐξάρτιον)
- ξάδερφος (εξάδελφος < ἐξάδελφος)
- ξανοίγομαι (ἐξανοίγω)
- ξαπλώνω (εξαπλώνω < ἐξαπλώνω)
- ξηγημένος (εξηγημένος < ἐξηγημένος)
- ξηνταβελόνης (εξηνταβελόνης)
- ξακόσια (εξακόσια)
- ξωτικό (ἐξωτικό)
- ξοδεύω (ἐξοδεύω)
- ξύπνιος (έξυπνος)
- από το έξω και λέξη που αρχίζει από σύμφωνο
- από το ξε και λέξη που αρχίζει από φωνήεν
- ξαποσταίνω (ξε και αποσταίνω)
- ξασπρίζω (ξε και ασπρίζω)