Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξανασμίξιμο < ξανασμίγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξανασμίξιμο ουδέτερο

  1. νέα συνάντηση
  2. νέα συμφιλίωση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία