Ετυμολογία

επεξεργασία
ξανασμίγω < ξανά + σμίγω

ξανασμίγω

  1. συναντώ πάλι
  2. συμφιλιώνομαι και πάλι
    είχαν μαλώσει αλλά ξανάσμιξαν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία