ξέκωλο
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξέκωλο | τα | ξέκωλα |
γενική | του | ξέκωλου | των | ξέκωλων |
αιτιατική | το | ξέκωλο | τα | ξέκωλα |
κλητική | ξέκωλο | ξέκωλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξέκωλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξέκωλο ουδέτερο (χυδαίο)
- γυναίκα ασυγκράτητη ερωτικά με διάφορα άτομα
- χαρακτηρισμός γυναίκας που είναι ντυμένη με υπερβολικά προκλητικά ρούχα
- (κατ’ επέκταση) ρούχο πολύ προκλητικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαξέκωλο