ξάργητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξάργητα | οι | ξάργητες |
γενική | της | ξάργητας | — | |
αιτιατική | την | ξάργητα | τις | ξάργητες |
κλητική | ξάργητα | ξάργητες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξάργητα < (ξε-) ξ- + άργητα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξάργητα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) συνώνυμο του άργητα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξάργητα
|
Πηγές επεξεργασία
- ξάργητα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)