ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νύμφευσῐς αἱ νυμφεύσεις
      γενική τῆς νυμφεύσεως τῶν νυμφεύσεων
      δοτική τῇ νυμφεύσει ταῖς νυμφεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν νύμφευσῐν τὰς νυμφεύσεις
     κλητική ! νύμφευσῐ νυμφεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νυμφεύσει
γεν-δοτ τοῖν  νυμφευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νύμφευσις < αρχαία ελληνική νυμφεύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νύμφευσις θηλυκό