Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

νυμφεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νυμφεύω
  2. θα νυμφεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νυμφεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

νυμφεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νύμφευση