νυμφεύσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίανυμφεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος νυμφεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νυμφεύω
- θα νυμφεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νυμφεύω