Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντραμιέρα οι ντραμιέρες
      γενική της ντραμιέρας των ντραμιέρων
    αιτιατική την ντραμιέρα τις ντραμιέρες
     κλητική ντραμιέρα ντραμιέρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντραμιέρα θηλυκό

  1. μεγάλα σκάγια φυσιγγιών που τα χρησιμοποιούν για να κυνηγούν μεγάλα θηράματα
  2. (σπάνιο) (προφορικό) (μουσικό όργανο) το/η ντραμ κιτ/το ντραμ σετ/τα ντραμςντραμςτυμπανιέρα