ντουβαρτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντουβαρτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική duvarcı. Αναλύεται σε ντουβάρ(ι) + -τζής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντουβαρτζής αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ο χτίστης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντουβαρτζής
→ δείτε τη λέξη χτίστης |