Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ντεμπουτάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ντεμπουτάρισμα
τα
ντεμπουταρίσμα
τ
α
γενική
του
ντεμπουταρίσμα
τ
ος
των
ντεμπουταρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
ντεμπουτάρισμα
τα
ντεμπουταρίσμα
τ
α
κλητική
ντεμπουτάρισμα
ντεμπουταρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ντεμπουτάρισμα
ουδέτερο
η
πράξη
του
ντεμπουτάρω
Συγγενικά
επεξεργασία
ντεμπουτάρισμα
ντεμπουτάρω
ντεμπούτο