Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ντεμπουτάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ντεμπουτάρω
<
ντεμπούτο
Ρήμα
επεξεργασία
ντεμπουτάρω
αρχίζω
,
ξεκινώ
μια νέα
καριέρα
· χρησιμοποιείται συνήθως για την καριέρα ενός
ηθοποιού
ντεμπουτάρει
στο ποδόσφαιρο
ντεμπουτάρω
στο νέο τηλεοπτικό πρόγραμμα
Συγγενικά
επεξεργασία
ντεμπουτάρισμα
ντεμπουτάρω
ντεμπούτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντεμπουτάρω
γαλλικά
:
débuter
(fr)