ντεθάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντεθάς | οι | ντεθάδες |
γενική | του | ντεθά | των | ντεθάδων |
αιτιατική | τον | ντεθά | τους | ντεθάδες |
κλητική | ντεθά | ντεθάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντεθάς αρσενικό (θηλυκό ντεθού)
- (νεολογισμός, προφορικό, μουσική) που του αρέσει να ακούει ή να παίζει μουσική ντεθ μέταλ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντεθάς
|