νταμπλούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανταμπλούχος αρσενικό
- ομάδα που έχει πάρει και κύπελλο και πρωτάθλημα (νταμπλ)
- ※ ΕΓΡΑΨΕ ΙΣΤΟΡΙΑ Ο ΠΑΟΚ: ΚΥΠΕΛΛΟΥΧΟΣ, ΝΤΑΜΠΛΟΥΧΟΣ, ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ! (voria.gr)
- ※ Νταμπλούχος μετά από 22 χρόνια ο Κεραυνός! (omada.reporter.com.cy 04/05/2019)
- ※ Για 19η φορά νταμπλούχος η Μπάγερν (real.gr)
Μεταφράσεις
επεξεργασία νταμπλούχος
|