νταμπλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανταμπλ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) η κατάκτηση από μια ποδοσφαιρική ομάδα δύο τίτλων, και του πρωταθλήματος και του κυπέλλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία νταμπλ
|
νταμπλ ουδέτερο άκλιτο
|