νουμπάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νουμπάς | οι | νουμπάδες |
γενική | του | νουμπά | των | νουμπάδων |
αιτιατική | τον | νουμπά | τους | νουμπάδες |
κλητική | νουμπά | νουμπάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανουμπάς αρσενικό
- (νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) νέος χρήστης του online gaming ή που μοιάζει νέος λόγω των μη επαρκών γνώσεών του
- ※ Όποιος νουμπάς δεν τα καταφέρνει στο κυνήγι καλύτερα να πάει πίσω στην πόλη να ζητιανεύει, πιο καλά είναι. (Γιώργος Σαουλίδης, Εξ Ουρανού, Mythography Studios, 2020 [1])
- ※ σε αδυναμία επικοινωνίας με τα παιδιά ή τα εγγόνια τους. Εκείνα πάλι μπορεί να γελάνε με τους «νουμπάδες» και την αδεξιότητά τους ή να βαριούνται όταν ο καθηγητής τους «λαγκάρει» (στους μήνες της τηλεκπαίδευσης συνέβη συχνά να «κολλάει» η οθόνη). (Η γλώσσα των video games, Η Καθημερινή Κύπρου, 03/06/2022 [2])
Συνώνυμα
επεξεργασία- με ίδια έννοια, αλλά στην στρατιωτική αργκό: νέοπας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νουμπάς
|