νοσολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοσολογία < νόσο(ς) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίανοσολογία θηλυκό
- (ιατρική) η επιστήμη που ασχολείται με τις νόσους και τα συμπτώματά τους, ώστε να μπορεί ο γιατρός να τις αναγνωρίσει