νομοκάνονας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νομοκάνονας < μεσαιωνική ελληνική νομοκάνονας / νομοκάνων
Ουσιαστικό επεξεργασία
νομοκάνονας αρσενικό
- (θρησκεία) (παρωχημένο) συλλογή εκκλησιαστικών κανόνων ή διαφόρων νόμων και (βυζαντινών) αυτοκρατορικών διαταγμάτων που αφορούν την εκκλησία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νομοκάνονας
|