κάνονας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κάνονας | οι | κάνονες |
γενική | του | κάνονα | των | κανόνων |
αιτιατική | τον | κάνονα | τους | κάνονες |
κλητική | κάνονα | κάνονες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάνονας < μεσαιωνική ελληνική νομοκάνονας / νομοκάνων < αρχαία ελληνική νόμος + κανών
Ουσιαστικό επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάνονας
|
- ↑ κάνονας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ κάνονας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)