Δείτε επίσης: κανόνας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάνονας οι κάνονες
      γενική του κάνονα των κανόνων
    αιτιατική τον κάνονα τους κάνονες
     κλητική κάνονα κάνονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάνονας < μεσαιωνική ελληνική νομοκάνονας / νομοκάνων < αρχαία ελληνική νόμος + κανών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάνονας[1] [2] αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. κάνονας Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. κάνονας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)