νομοθέτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νομοθέτηση | οι | νομοθετήσεις |
γενική | της | νομοθέτησης* | των | νομοθετήσεων |
αιτιατική | τη | νομοθέτηση | τις | νομοθετήσεις |
κλητική | νομοθέτηση | νομοθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νομοθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νομοθέτηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανομοθέτηση θηλυκό
- η ενέργεια του νομοθετώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομοθέτηση
|