νομοθετήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
νομοθετήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νομοθετώ
- θα νομοθετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νομοθετώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
νομοθετήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νομοθέτηση