Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νοικοκυρόσπιτο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
νοικοκυρόσπιτ
ο
τα
νοικοκυρόσπιτ
α
γενική
του
νοικοκυρόσπιτ
ου
των
νοικοκυρόσπιτ
ων
αιτιατική
το
νοικοκυρόσπιτ
ο
τα
νοικοκυρόσπιτ
α
κλητική
νοικοκυρόσπιτ
ο
νοικοκυρόσπιτ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νοικοκυρόσπιτο
<
νοικοκύρης
+
-ο-
+
σπίτι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νοικοκυρόσπιτο
ουδέτερο
νοικοκυρεμένο
και
φροντισμένο
σπιτικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νοικοκυρόσπιτο