νιπτήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
νιπτηρ- | |||||
ονομαστική | ὁ | νιπτήρ | οἱ | νιπτῆρες | |
γενική | τοῦ | νιπτῆρος | τῶν | νιπτήρων | |
δοτική | τῷ | νιπτῆρῐ | τοῖς | νιπτῆρσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | νιπτῆρᾰ | τοὺς | νιπτῆρᾰς | |
κλητική ὦ! | νιπτήρ | νιπτῆρες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νιπτῆρε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | νιπτήροιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανιπτήρ αρσενικό
- (κεραμική) αγγείο για να πλυθεί κάποιος, λεκάνη
- για την ελληνιστική σημασία από τη ζωή του Χριστού → δείτε τη λέξη Νιπτήρ
Πηγές
επεξεργασία- νιπτήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νιπτήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.