νικητήρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νικητήριο | τα | νικητήρια |
γενική | του | νικητήριου & νικητηρίου |
των | νικητήριων & νικητηρίων |
αιτιατική | το | νικητήριο | τα | νικητήρια |
κλητική | νικητήριο | νικητήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νικητήρια < αρχαία ελληνική νικητήρια, ουδέτερο του νικητήριος
Ουσιαστικό
επεξεργασίανικητήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία νικητήρια
|