Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νικελίνης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
νικελίν
ης
οι
νικελίν
ες
γενική
του
νικελίν
η
των
νικελιν
ών
αιτιατική
τον
νικελίν
η
τους
νικελίν
ες
κλητική
νικελίν
η
νικελίν
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σλοβακικός νικελίνης
Ετυμολογία
επεξεργασία
νικελίνης
<
νίκελ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νικελίνης
αρσενικό
(
ορυκτολογία
,
χημεία
)
ορυκτό
του
νικελίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νικελίνης
αγγλικά
:
nickeline
(en)
γαλλικά
:
nickéline
(fr)
γερμανικά
:
nickelin
(de)
ιταλικά
:
niccolite
(it)