νηπιοκτονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νηπιοκτονία (μαρτυρείται από το 1840)[1] < νηπιοκτόνος + -ία < ελληνιστική κοινή νηπῐοκτόνος < αρχαία ελληνική νήπιον + κτείνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίανηπιοκτονία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία νηπιοκτονία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 697, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου