νηολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νηολόγιο | τα | νηολόγια |
γενική | του | νηολόγιου & νηολογίου |
των | νηολόγιων & νηολογίων |
αιτιατική | το | νηολόγιο | τα | νηολόγια |
κλητική | νηολόγιο | νηολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νηολόγιο < (καθαρεύουσα) νηολόγιον < νηο- + -λόγιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίανηολόγιο ουδέτερο
- το επίσημο βιβλίο των κατά τόπους λιμεναρχείων που καταγράφονται τα πολιτικά πλοία και σκάφη που ανήκουν στο λιμάνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία νηολόγιο
|