↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεόπλουτη οι νεόπλουτες
      γενική της νεόπλουτης των νεόπλουτων
    αιτιατική τη νεόπλουτη τις νεόπλουτες
     κλητική νεόπλουτη νεόπλουτες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεόπλουτη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου νεόπλουτος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεόπλουτη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε νεόπλουτος