νευροαπεικόνιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νευροαπεικόνιση | οι | νευροαπεικονίσεις |
γενική | της | νευροαπεικόνισης | των | νευροαπεικονίσεων |
αιτιατική | τη | νευροαπεικόνιση | τις | νευροαπεικονίσεις |
κλητική | νευροαπεικόνιση | νευροαπεικονίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νευροαπεικόνιση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neuroimaging < neuro- (< νευρο-) + απεικόνιση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.vɾo.a.piˈko.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νευ‐ρο‐α‐πει‐κό‐νι‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
νευροαπεικόνιση θηλυκό
(ιατρική, νευρολογία, εγκεφαλολογία)
- εγκεφαλογραφική απεικόνιση σε μέσο (οθόνη, ηχείο κτλ.)
- απεικόνιση εγκεφαλογραφίασ/εγκεφαλογραφήματος
- απεικόνιση της εγκεφαλικής δραστηριότητας, λειτουργίας, δράσης
- η καταγραφή και η απεικόνιση της νευρικής δραστηριότητας
Μεταφράσεις επεξεργασία
νευροαπεικόνιση