Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεροκράτης οι νεροκράτες
      γενική του νεροκράτη των νεροκρατών
    αιτιατική τον νεροκράτη τους νεροκράτες
     κλητική νεροκράτη νεροκράτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεροκράτης < νερο- + -κράτης[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.ɾoˈkɾa.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ρο‐κρά‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεροκράτης αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο) λίθινη γούρνα
  2. υδρονομέας
  3. ποτίστρα
  4. (βοτανική) το φυτό δίψακος ο γναφευτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία