νεροκράτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.ɾoˈkɾa.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ρο‐κρά‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεροκράτης αρσενικό
- (λαϊκότροπο) λίθινη γούρνα
- υδρονομέας
- ποτίστρα
- (βοτανική) το φυτό δίψακος ο γναφευτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεροκράτης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νεροκράτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .