νεραϊδόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεραϊδόπουλο ουδέτερο
- υποκοριστικό του νεράιδα
- το παιδί μιας νεράιδας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεραϊδόπουλο
|