Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεοσκητιώτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
νεοσκητιώτ
ης
οι
νεοσκητιώτ
ες
γενική
του
νεοσκητιώτ
η
των
νεοσκητιωτ
ών
αιτιατική
τον
νεοσκητιώτ
η
τους
νεοσκητιώτ
ες
κλητική
νεοσκητιώτ
η
νεοσκητιώτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεοσκητιώτης
<
νέα
σκήτη
+
-της
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεοσκητιώτης
αρσενικό
(
θρησκεία
) αυτός που
μονάζει
στη
νέα
σκήτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεοσκητιώτης