Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοπλατωνισμός οι νεοπλατωνισμοί
      γενική του νεοπλατωνισμού των νεοπλατωνισμών
    αιτιατική τον νεοπλατωνισμό τους νεοπλατωνισμούς
     κλητική νεοπλατωνισμέ νεοπλατωνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοπλατωνισμός < νεο- + πλατωνισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεοπλατωνισμός αρσενικό

  • (φιλοσοφία) μεταφυσική, ηθική και μυστικιστική φιλοσοφική σχολή κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας (3ος - 6ος αιώνας) με επανερμηνεία των ιδεών του πλατωνισμού

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία