↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεάνιδα οι νεάνιδες
      γενική της νεάνιδας των νεανίδων
    αιτιατική τη νεάνιδα τις νεάνιδες
     κλητική νεάνιδα νεάνιδες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεάνιδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεᾶνις[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /neˈa.ni.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ά‐νι‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεάνιδα θηλυκό

  1. (λόγιο) κορίτσι νεαρής ηλικίας
  2. (αθλητισμός) ηλικιακή κατηγορία στην οποία συμμετέχουν κορίτσια εφηβικής ηλικίας
    ⮡  είναι πολύ ευτυχισμένη, κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στην πρώτη της συμμετοχή στο πρωτάθλημα εφήβων-νεανίδων.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία