νεάνιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεάνιδα | οι | νεάνιδες |
γενική | της | νεάνιδας | των | νεανίδων |
αιτιατική | τη | νεάνιδα | τις | νεάνιδες |
κλητική | νεάνιδα | νεάνιδες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεάνιδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεᾶνις[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /neˈa.ni.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ά‐νι‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεάνιδα θηλυκό
- (λόγιο) κορίτσι νεαρής ηλικίας
- (αθλητισμός) ηλικιακή κατηγορία στην οποία συμμετέχουν κορίτσια εφηβικής ηλικίας
- ↪ είναι πολύ ευτυχισμένη, κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στην πρώτη της συμμετοχή στο πρωτάθλημα εφήβων-νεανίδων.
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεάνιδα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νεάνιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας