Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναϊάδα οι ναϊάδες
      γενική της ναϊάδας των ναϊάδων
    αιτιατική τη ναϊάδα τις ναϊάδες
     κλητική ναϊάδα ναϊάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναϊάδα < αρχαία ελληνική Ναϊάς < νάω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναϊάδα θηλυκό

  • (ελληνική μυθολογία) (κυρίως στον πληθυντικό) ναϊάδες: νύμφες των λιμνών και των ποταμών, που έδιναν το όνομά τους στις πηγές με τις οποίες συνδέονταν (Κρηνίδες, Ποταμίδες, Λιμνάδες ή Λιμνακίδες, Ελειονόμοι κ.λπ.)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία