Ουσιαστικό

επεξεργασία

naïade (fr) θηλυκό

  1. (στη μυθολογία) ναϊάδα
     συνώνυμα: nymphe
  2. (στη λογοτεχνία ή ειρωνικά) κολυμβήτρια
     συνώνυμα: baigneuse, nageuse
  3. είδος υδρόβιου φυτού