ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ναυφθορί αἱ ναυφθορίαι
      γενική τῆς ναυφθορίᾱς τῶν ναυφθοριῶν
      δοτική τῇ ναυφθορί ταῖς ναυφθορίαις
    αιτιατική τὴν ναυφθορίᾱν τὰς ναυφθορίᾱς
     κλητική ! ναυφθορί ναυφθορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναυφθορί
γεν-δοτ τοῖν  ναυφθορίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναυφθορία < ναύφθορ(ος) + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναυφθορία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • ναυάγιο, απώλεια πλοίων
    ※  Tullius Geminus (Τύλλιος Γέμινος) στην Παλατινή Ανθολογία, 7.73 @perseus.tufts.edu
    ἀντὶ τάφου λιτοῖο θὲς Ἑλλάδα, θὲς δ᾽ ἐπὶ ταύταν
    δούρατα, βαρβαρικᾶς σύμβολα ναυφθορίας,
    καὶ τύμβῳ κρηπῖδα περίγραφε Περσικὸν Ἄρη
    καὶ Ξέρξην: τούτοις θάπτε Θεμιστοκλέα.