ναυτοδίκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαναυτοδίκης αρσενικό
- στρατιωτικός δικαστής, μέλος ναυτοδικείου
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ναυτοδίκης
|
ναυτοδίκης αρσενικό
|