ναυταθλητισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναυταθλητισμός < ναυτ{ικός) + αθλητισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναυταθλητισμός αρσενικό
- (ναυτικός όρος): αθλητισμός ναυτικού ενδιαφέροντος ή που επιδίδεται με ναυταθλήματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναυταθλητισμός
|