ναζιστής
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ναζιστής | οι | ναζιστές |
γενική | του | ναζιστή | των | ναζιστών |
αιτιατική | τον | ναζιστή | τους | ναζιστές |
κλητική | ναζιστή | ναζιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ναζιστής < ναζ(ισμός) + -ιστής
Προφορά
- ΔΦΑ : /na.ziˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : να‐ζι‐στής
Ουσιαστικό
ναζιστής αρσενικό (θηλυκό ναζίστρια)