• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ναΐδιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναΐδιο τα ναΐδια
      γενική του ναΐδιου
& ναϊδίου
των ναΐδιων
& ναϊδίων
    αιτιατική το ναΐδιο τα ναΐδια
     κλητική ναΐδιο ναΐδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ναΐδιο < ελληνιστική κοινή ναΐδιον < αρχαία ελληνική ναός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναΐδιο ουδέτερο

  • υποκοριστικό του ναός

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη εκκλησάκι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ναός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ναΐδιο
  • → δείτε τη λέξη εκκλησάκι
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ναΐδιο&oldid=5270275"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 22:39

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 22:39.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας