νάκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
νᾰκα- | |||||
ονομαστική | ἡ | νάκη | αἱ | νάκαι | |
γενική | τῆς | νάκης | τῶν | νακῶν | |
δοτική | τῇ | νάκῃ | ταῖς | νάκαις | |
αιτιατική | τὴν | νάκην | τὰς | νάκᾱς | |
κλητική ὦ! | νάκη | νάκαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νάκᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | νάκαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νάκη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανάκη θηλυκό
- πυκνό δέρμα γίδας ή προβάτου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 526‑531
- ἀλλ' ὅ γ' ἄρ' ἔξω ἰὼν ὁπλίζετο· χαῖρε δ' Ὀδυσσεύς,/ὅττι ῥά οἱ βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος./πρῶτον μὲν ξίφος ὀξὺ περὶ στιβαροῖς βάλετ' ὤμοις,/ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἐέσσατ', ἀλεξάνεμον μάλα πυκνήν,/ἂν δὲ νάκην ἕλετ' αἰγὸς ἐϋτρεφέος μεγάλοιο, /εἵλετο δ' ὀξὺν ἄκοντα, κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν.
- → λείπει η μετάφραση
- ἀλλ' ὅ γ' ἄρ' ἔξω ἰὼν ὁπλίζετο· χαῖρε δ' Ὀδυσσεύς,/ὅττι ῥά οἱ βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος./πρῶτον μὲν ξίφος ὀξὺ περὶ στιβαροῖς βάλετ' ὤμοις,/ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἐέσσατ', ἀλεξάνεμον μάλα πυκνήν,/ἂν δὲ νάκην ἕλετ' αἰγὸς ἐϋτρεφέος μεγάλοιο, /εἵλετο δ' ὀξὺν ἄκοντα, κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν.
- ≈ συνώνυμα: νάκος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 526‑531
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νάκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νάκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.